Abteilung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Abteilung | die | Abteilungen |
γενική | der | Abteilung | der | Abteilungen |
δοτική | der | Abteilung | den | Abteilungen |
αιτιατική | die | Abteilung | die | Abteilungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαAbteilung (de) θηλυκό
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Abteil