Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. -fuge < λατινική fugere (φεύγω, ξεφεύγω)
  2. -fuge < λατινική fugare (διώχνω, απομακρύνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fyʒ/

  Επίθημα

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
-fuge -fuges

-fuge (fr)

  1. δεύτερο συνθετικό λέξεων που σημαίνουν κάποιον ή κάτι που αποφεύγει κάτι άλλο
    calcifuge
    calorifuge
    centrifuge
    lucifuge
    transfuge
  2. δεύτερο συνθετικό λέξεων που σημαίνουν κάτι ή κάποιον που απωθεί, απομακρύνει κάτι άλλο
    fébrifuge
    humidifuge
    hydrofuge
    ignifuge
    insectifuge
    ténifuge
    vermifuge