fébrifuge
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fébrifuge | fébrifuges |
fébrifuge (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fébrifuge | fébrifuges |
fébrifuge (fr) αρσενικό
- αντιπυρετικό φάρμακο