Ετυμολογία

επεξεργασία
fébrifuge < λατινική febrifugia < febris (πυρετός) + fugare (αποτρέπω, διώχνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /febʁifyʒ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fébrifuge fébrifuges

fébrifuge (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fébrifuge fébrifuges

fébrifuge (fr) αρσενικό