humidifuge
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
humidifuge | humidifuges |
humidifuge (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που απορροφά, εξουδετερώνει την υγρασία
ενικός | πληθυντικός |
humidifuge | humidifuges |
humidifuge (fr) αρσενικό ή θηλυκό