Ετυμολογία

επεξεργασία
calorifuge < calori- + -fuge

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.lo.ʁi.fyʒ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
calorifuge calorifuges

calorifuge (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
calorifuge calorifuges

calorifuge (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία