calorifugeage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
calorifugeage | calorifugeages |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcalorifugeage (fr) αρσενικό
- η κάλυψη ενός αντικειμένου με θερμομονωτικό υλικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη calorifuge
ενικός | πληθυντικός |
calorifugeage | calorifugeages |
calorifugeage (fr) αρσενικό