lucifuge
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
lucifuge | lucifuges |
lucifuge (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που απομακρύνεται, αποφεύγει το φως
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
lucifuge | lucifuges |
lucifuge (fr) αρσενικό
- (εντομολογία) είδος τερμίτη