Ετυμολογία

επεξεργασία
calcifuge < calci(um) + -fuge

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kalsifyʒ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
calcifuge calcifuges

calcifuge (fr) αρσενικό ή θηλυκό