ῥώθων
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ῥώθων | ῥώθωνε | ῥώθωνες |
Γενική | ῥώθωνος | ῥωθώνοιν | ῥωθώνων |
Δοτική | ῥώθωνι | ῥωθώνοιν | ῥώθωσι(ν) |
Αιτιατική | ῥώθωνα | ῥώθωνε | ῥώθωνας |
Κλητική | ῥώθων | ῥώθωνε | ῥώθωνες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ῥώθων < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ῥώθων αρσενικό
- ρουθούνι
- εἶναι δὲ καὶ κύνας ἀλκίμους, οὐ πρότερον μεθιέντας τὸ δηχθὲν πρὶν εἰς τοὺς ῥώθωνας ὕδωρ καταχυθῆναι (Στράβων, Γεωγραφικά, 15, 1, 37, 27)