ῥώθων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ῥώθων | οἱ | ῥώθωνες | ||||
γενική | τοῦ | ῥώθωνος | τῶν | ῥωθώνων | ||||
δοτική | τῷ | ῥώθωνῐ | τοῖς | ῥώθωσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ῥώθωνᾰ | τοὺς | ῥώθωνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ῥώθων | ῥώθωνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥώθωνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥωθώνοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ῥώθων < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαῥώθων, -ωνος αρσενικό, συνήθως στον πληθυντικό
- (ελληνιστική κοινή) ρουθούνι
- ※ εἶναι δὲ καὶ κύνας ἀλκίμους, οὐ πρότερον μεθιέντας τὸ δηχθὲν πρὶν εἰς τοὺς ῥώθωνας ὕδωρ καταχυθῆναι (⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 15, 1, 37, 27)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ῥώθων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥώθων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.