μυκτήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μυκτήρ | οἱ | μυκτῆρες |
γενική | τοῦ | μυκτῆρος | τῶν | μυκτήρων |
δοτική | τῷ | μυκτῆρῐ | τοῖς | μυκτῆρσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | μυκτῆρᾰ | τοὺς | μυκτῆρᾰς |
κλητική ὦ! | μυκτήρ | μυκτῆρες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυκτῆρε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μυκτήροιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμυκτήρ, -ῆρος αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό)
- (ανθρώπινο σώμα) το ρουθούνι, ο μυκτήρας
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα με μυκτ-
→ και δείτε τη λέξη μύσσομαι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μυκτήρας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- μυκτήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μυκτήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.