↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ῥωγάς οἱ/αἱ ῥωγάδες
      γενική τοῦ/τῆς ῥωγάδος τῶν ῥωγάδων
      δοτική τῷ/τῇ ῥωγάδ τοῖς/ταῖς ῥωγάσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ῥωγάδ τοὺς/τὰς ῥωγάδᾰς
     κλητική ! ῥωγάς ῥωγάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥωγάδε
γεν-δοτ τοῖν  ῥωγάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «φυγάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥωγάς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥωγάς, -άδος αρσενικό ή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)