↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥυτήρ οἱ ῥυτῆρες
      γενική τοῦ ῥυτῆρος τῶν ῥυτήρων
      δοτική τῷ ῥυτῆρ τοῖς ῥυτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ῥυτῆρ τοὺς ῥυτῆρᾰς
     κλητική ! ῥυτήρ ῥυτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥυτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  ῥυτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥυτήρ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥυτήρ, -ῆρος αρσενικό

  1. αυτός που σύρει
  2. χαλινάρι, γκέμι, λουρί
    εκφράσεις: ἀπὸ ῥυτῆρος
  3. υπερασπιστής, σωτήρας, φρουρός

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)