ῥαπάνιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ῥαπάνιον | τὰ | ῥαπάνιᾰ |
γενική | τοῦ | ῥαπανίου | τῶν | ῥαπανίων |
δοτική | τῷ | ῥαπανίῳ | τοῖς | ῥαπανίοις |
αιτιατική | τὸ | ῥαπάνιον | τὰ | ῥαπάνιᾰ |
κλητική ὦ! | ῥαπάνιον | ῥαπάνιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥαπανίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥαπανίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ῥαπάνιον < ῥαφάνιον < αρχαία ελληνική ῥάφανος / ῥαφανίς / ῥάπυς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαῥαπάνιον ουδέτερο
- ((ελληνιστική κοινή)) (φυτό) άλλη μορφή του ῥαφάνιον