ῥάπυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαῥάπυς,-υος ( & ῥάφυς) θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ῥάπυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.