↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ᾀσμάτιον τὰ ᾀσμάτι
      γενική τοῦ ᾀσματίου τῶν ᾀσματίων
      δοτική τῷ ᾀσματί τοῖς ᾀσματίοις
    αιτιατική τὸ ᾀσμάτιον τὰ ᾀσμάτι
     κλητική ! ᾀσμάτιον ᾀσμάτι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ᾀσματίω
γεν-δοτ τοῖν  ᾀσματίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ᾀσμάτιον < ᾆσμα, ᾄσματος (ᾀσματ-) + υποκοριστικό επίθημα -ιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ᾀσμάτιον ουδέτερο