ᾀσμάτιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ᾀσμάτιον | τὰ | ᾀσμάτιᾰ |
γενική | τοῦ | ᾀσματίου | τῶν | ᾀσματίων |
δοτική | τῷ | ᾀσματίῳ | τοῖς | ᾀσματίοις |
αιτιατική | τὸ | ᾀσμάτιον | τὰ | ᾀσμάτιᾰ |
κλητική ὦ! | ᾀσμάτιον | ᾀσμάτιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ᾀσματίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ᾀσματίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ᾀσμάτιον < ᾆσμα, ᾄσματος (ᾀσματ-) + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαᾀσμάτιον ουδέτερο
- (μουσική) υποκοριστικό του ᾆσμα: μικρό τραγούδι, μικρή λυρική ᾠδή
Πηγές
επεξεργασία- ᾀσμάτιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.