↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ὑαμπολίτης οἱ Ὑαμπολῖται
      γενική τοῦ Ὑαμπολίτου τῶν Ὑαμπολιτῶν
      δοτική τῷ Ὑαμπολίτ τοῖς Ὑαμπολίταις
    αιτιατική τὸν Ὑαμπολίτην τοὺς Ὑαμπολίτᾱς
     κλητική ! Ὑαμπολῖτ Ὑαμπολῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ὑαμπολίτ
γεν-δοτ τοῖν  Ὑαμπολίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ὑαμπολίτης < Ὺάμπολ(ις) + -ίτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ὑαμπολίτης αρσενικό