Δείτε επίσης: ύελος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὕελος αἱ ὕελοι
      γενική τῆς ὑέλου τῶν ὑέλων
      δοτική τῇ ὑέλ ταῖς ὑέλοις
    αιτιατική τὴν ὕελον τὰς ὑέλους
     κλητική ! ὕελε ὕελοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑέλω
γεν-δοτ τοῖν  ὑέλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὕελος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *uel- / *welH- (γυρίζω, στρέφω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὕελος θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία