ὑψηλότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὑψηλότης | αἱ | ὑψηλότητες | ||||
γενική | τῆς | ὑψηλότητος | τῶν | ὑψηλοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ὑψηλότητῐ | ταῖς | ὑψηλότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ὑψηλότητᾰ | τὰς | ὑψηλότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ὑψηλότης | ὑψηλότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑψηλότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑψηλοτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὑψηλότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὑψηλό(ς) + -της
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ καθαρεύουσα: Ὑψηλότης ⇘ νέα ελληνικά: Υψηλότης με διαφορετική σημασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὑψηλότης θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ὑψηλότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.