Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὑπόχλωμος τὸ ὑπόχλωμον
      γενική τοῦ/τῆς ὑποχλώμου τοῦ ὑποχλώμου
      δοτική τῷ/τῇ ὑποχλώμ τῷ ὑποχλώμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὑπόχλωμον τὸ ὑπόχλωμον
     κλητική ! ὑπόχλωμε ὑπόχλωμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὑπόχλωμοι τὰ ὑπόχλωμα
      γενική τῶν ὑποχλώμων τῶν ὑποχλώμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑποχλώμοις τοῖς ὑποχλώμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑποχλώμους τὰ ὑπόχλωμα
     κλητική ! ὑπόχλωμοι ὑπόχλωμα
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑπόχλωμος < ὑπό- + χλωμός

  Επίθετο επεξεργασία

ὑπόχλωμος, -ος, -ον

  • (σπάνιο) ο λίγο χλωμός
    ※  Εἶχον παρέλθει ὑπὲρ τὰ δύο ἔτη, ἀφ’ ὅτου δὲν εἴδομεν ἀλλή­λους. Καὶ ἦτο μὲν ὁ Πασχάλης ἀνέκαθεν ὑπόχλωμος καὶ ἀναι­μικός, ὡς νέος ὅστις ὅσον φειδωλῶς περιεποιεῖτο τὸ σῶμα, ἄλλο τόσον ἀφειδῶς κατεπόνει τὴν διάνοιαν αὐτοῦ, ἀλλὰ ποτὲ δὲν τὸν εἶχον ἰδεῖ τόσον ὠχρόν, τόσον καταβεβλημένον.
    Γεώργιος Βιζυηνός, Αι Συνέπειαι της Παλαιάς Ιστορίας/Μέρος Β