ὑπόχλωμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὑπόχλωμος | τὸ | ὑπόχλωμον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ὑποχλώμου | τοῦ | ὑποχλώμου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ὑποχλώμῳ | τῷ | ὑποχλώμῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὑπόχλωμον | τὸ | ὑπόχλωμον | ||
κλητική ὦ! | ὑπόχλωμε | ὑπόχλωμον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ὑπόχλωμοι | τὰ | ὑπόχλωμα | ||
γενική | τῶν | ὑποχλώμων | τῶν | ὑποχλώμων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ὑποχλώμοις | τοῖς | ὑποχλώμοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὑποχλώμους | τὰ | ὑπόχλωμα | ||
κλητική ὦ! | ὑπόχλωμοι | ὑπόχλωμα | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὑπόχλωμος, -ος, -ον
- (σπάνιο) ο λίγο χλωμός
- ※ Εἶχον παρέλθει ὑπὲρ τὰ δύο ἔτη, ἀφ’ ὅτου δὲν εἴδομεν ἀλλήλους. Καὶ ἦτο μὲν ὁ Πασχάλης ἀνέκαθεν ὑπόχλωμος καὶ ἀναιμικός, ὡς νέος ὅστις ὅσον φειδωλῶς περιεποιεῖτο τὸ σῶμα, ἄλλο τόσον ἀφειδῶς κατεπόνει τὴν διάνοιαν αὐτοῦ, ἀλλὰ ποτὲ δὲν τὸν εἶχον ἰδεῖ τόσον ὠχρόν, τόσον καταβεβλημένον.