ὑπαγκάλισμα
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὑπαγκάλισμᾰ | τὰ | ὑπαγκαλίσμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | ὑπαγκαλίσμᾰτος | τῶν | ὑπαγκαλισμᾰ́των |
δοτική | τῷ | ὑπαγκαλίσμᾰτῐ | τοῖς | ὑπαγκαλίσμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ὑπαγκάλισμᾰ | τὰ | ὑπαγκαλίσμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ὑπαγκάλισμᾰ | ὑπαγκαλίσμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπαγκαλίσμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑπαγκαλισμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὑπαγκάλισμα < ὑπαγκαλίζω, ὑπαγκαλισ- + -μα < ὑπ- + ἀγκαλίζω < ἀγκάλη
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὑπαγκάλισμα ουδέτερο
- το αγαπητό, προσφιλές πρόσωπο που παίρνει κανείς στην αγκαλιά του
Πηγές επεξεργασία
- ὑπαγκάλισμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπαγκάλισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.