ὑπαγκαλίζω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ὑπαγκαλίζω (μέλ. ὑπαγκαλίσω και ὑπαγκαλιῶ)
- αγκαλιάζω
- (μέσο:ὑπαγκαλίζομαι) αγκαλιάζομαι, με αγκαλιάζουν
Συγγενικά επεξεργασία
- το ὑπαγκάλισμα (το αγαπητό, προσφιλές πρόσωπο)