Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑπαγκαλίζω < ὑπό + ἀγκαλίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ὑπαγκαλίζω (μέλ. ὑπαγκαλίσω και ὑπαγκαλιῶ)

  1. αγκαλιάζω
  2. (μέσο:ὑπαγκαλίζομαι) αγκαλιάζομαι, με αγκαλιάζουν

Συγγενικά επεξεργασία