Δείτε επίσης: υγειονομία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑγειονομία αἱ ὑγειονομίαι
      γενική τῆς ὑγειονομίας τῶν ὑγειονομιῶν
      δοτική τῇ ὑγειονομί ταῖς ὑγειονομίαις
    αιτιατική τὴν ὑγειονομίαν τὰς ὑγειονομίας
     κλητική ! ὑγειονομία ὑγειονομίαι
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑγειονομία < ὑγειονόμ(ος) + -ία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ʝi.o.noˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ὑ‐γει‐ο‐νο‐μί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὑγειονομία θηλυκό (καθαρεύουσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία