Ὀλμωνεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ὀλμωνεύς | οἱ | Ὀλμωνεῖς | ||||
γενική | τοῦ | Ὀλμωνέως | τῶν | Ὀλμωνέων | ||||
δοτική | τῷ | Ὀλμωνεῖ | τοῖς | Ὀλμωνεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | Ὀλμωνέᾱ | τοὺς | Ὀλμωνέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | Ὀλμωνεῦ | Ὀλμωνεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ὀλμωνεῖ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Ὀλμωνέοιν | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὈλμωνεύς αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της πόλης Ὄλμωνες
Πηγές
επεξεργασία- Ὀλμωνεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.