ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ὀλμωνεύς οἱ Ὀλμωνεῖς
      γενική τοῦ Ὀλμωνέως τῶν Ὀλμωνέων
      δοτική τῷ Ὀλμωνεῖ τοῖς Ὀλμωνεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ὀλμωνέ τοὺς Ὀλμωνέᾱς
     κλητική ! Ὀλμωνεῦ Ὀλμωνεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ὀλμωνεῖ
γεν-δοτ τοῖν  Ὀλμωνέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ὀλμωνεύς < Ὄλμων(ες) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ὀλμωνεύς αρσενικό