ὁμοδοξία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὁμοδοξίᾱ | αἱ | ὁμοδοξίαι |
γενική | τῆς | ὁμοδοξίᾱς | τῶν | ὁμοδοξιῶν |
δοτική | τῇ | ὁμοδοξίᾳ | ταῖς | ὁμοδοξίαις |
αιτιατική | τὴν | ὁμοδοξίᾱν | τὰς | ὁμοδοξίᾱς |
κλητική ὦ! | ὁμοδοξίᾱ | ὁμοδοξίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁμοδοξίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὁμοδοξίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὁμοδοξία θηλυκό