↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὀρχίπεδον τὰ ὀρχίπεδ
      γενική τοῦ ὀρχιπέδου τῶν ὀρχιπέδων
      δοτική τῷ ὀρχιπέδ τοῖς ὀρχιπέδοις
    αιτιατική τὸ ὀρχίπεδον τὰ ὀρχίπεδ
     κλητική ! ὀρχίπεδον ὀρχίπεδ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀρχιπέδω
γεν-δοτ τοῖν  ὀρχιπέδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀρχίπεδον < ὄρχι(ς) + πέδον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀρχίπεδον ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό αριθμό)

  • (ανατομία) οι όρχεις
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 772 (770-772)
    κεἰ μὴ τούτοισι πέποιθας, | ἐπὶ ταυτησὶ κατακνησθείην ἐν μυττωτῷ μετὰ τυροῦ | καὶ τῇ κρεάγρᾳ τῶν ὀρχιπέδων ἑλκοίμην εἰς Κεραμεικόν.
    Κι αν αυτά δεν σου φτάνουν για να με πιστέψεις, | πάνω σε τούτο τον πάγκο να με ξύσουν στον τρίφτη μαζί με τυρί για να με κάνουν σκορδαλιά· | κι ας με πάνε σούρνοντας με τσιγκέλι απ᾽ τ᾽ αχαμνά στις μπάρες του Κεραμεικού.
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 956 (955-956)
    ἀλλ᾽ ὁ βαλανεὺς ἕλξει θύραζ᾽ αὐτὸν λαβὼν | τῶν ὀρχιπέδων·
    Μα ο λουτράρης ευτύς θα τον αρπάξει | απ᾽ τ᾽ αχαμνά του κι όξω από την πόρτα!
    Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία