Ἰάκωβος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἰάκωβος | οἱ | Ἰάκωβοι | ||||
γενική | τοῦ | Ἰακώβου | τῶν | Ἰακώβων | ||||
δοτική | τῷ | Ἰακώβῳ | τοῖς | Ἰακώβοις | ||||
αιτιατική | τὸν | Ἰάκωβον | τοὺς | Ἰακώβους | ||||
κλητική ὦ! | Ἰάκωβε | Ἰάκωβοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἰακώβω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἰακώβοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαἸάκωβος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἰάκωβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
δείτε και το λήμμα Ἰακώβ