ἴγδισμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἴγδισμᾰ | τὰ | ἰγδίσμᾰτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ἰγδίσμᾰτος | τῶν | ἰγδισμᾰ́των | ||||
δοτική | τῷ | ἰγδίσμᾰτῐ | τοῖς | ἰγδίσμᾰσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | ἴγδισμᾰ | τὰ | ἰγδίσμᾰτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ἴγδισμᾰ | ἰγδίσμᾰτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰγδίσμᾰτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰγδισμᾰ́τοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαἴγδισμα < *ἰγδίζ, ἰγδισ- + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἴγδισμα ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή)
- κοπάνημα
- (χορός) είδος χορού κατά τον οποίο τα πόδια χτυπούσαν συνεχώς στο έδαφος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἴγδις
Πηγές
επεξεργασία- ἴγδισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.