ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἴγδισμᾰ τὰ ἰγδίσμᾰτ
      γενική τοῦ ἰγδίσμᾰτος τῶν ἰγδισμᾰ́των
      δοτική τῷ ἰγδίσμᾰτ τοῖς ἰγδίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἴγδισμᾰ τὰ ἰγδίσμᾰτ
     κλητική ! ἴγδισμᾰ ἰγδίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰγδίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἰγδισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ἴγδισμα < *ἰγδίζ, ἰγδισ- + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἴγδισμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία