Ἦλις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
Ἤλῐδ- | ||||
ονομαστική | ἡ | Ἦλις | ||
γενική | τῆς | Ἤλιδος | ||
δοτική | τῇ | Ἤλιδῐ | ||
αιτιατική | τὴν | Ἦλιν & Ἤλιδᾰ (επικός) | ||
κλητική ὦ! | Ἦλι | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Ἦλῐς < πιθανώς από τον ηλειακό τύπο Ϝᾶλῐς με αρχική σημασία «πεδινά» που κατά μία άποψη συνδέεται με το λατινικό vallis (πεδιάδα, κοιλάδα) < *u̯alnis, ή *u̯alsis[1]
Κύριο όνομα 1
επεξεργασίαἮλῐς, -ῐδος θηλυκό
- η Ηλεία, περιοχή στη δυτική Πελοπόννησο
- η Ήλιδα, πόλη-κράτος της Ηλείας και πρωτεύουσα των Επειών
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 615
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 615
- Οἳ δ’ ἐκ Δουλιχίοιο Ἐχινάων θ’ ἱεράων
νήσων, αἳ ναίουσι πέρην ἁλὸς Ἤλιδος ἄντα,
τῶν αὖθ’ ἡγεμόνευε Μέγης ἀτάλαντος Ἄρηϊ
Φυλεΐδης, ὃν τίκτε Διῒ φίλος ἱππότα Φυλεύς,
- Οἳ δ’ ἐκ Δουλιχίοιο Ἐχινάων θ’ ἱεράων
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 70.1
- ἣ μὲν δὴ ταῦτα ἔλεγε, ὁ δὲ πυθόμενός τε τὰ ἐβούλετο καὶ ἐπόδια λαβὼν ἐπορεύετο ἐς Ἦλιν, τῷ λόγῳ φὰς ὡς ἐς Δελφοὺς χρησόμενος τῷ χρηστηρίῳ πορεύεται.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασία- ⇒ νέα ελληνικά: Ήλις
- ↷ λατινικά: Elis (Ēlis)
Αναφορές 1
επεξεργασία- ↑ Ἦλις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Ἦλῐς < πιθανότατα από το όνομα της πόλεως-κράτους
Κύριο όνομα 2
επεξεργασίαἮλῐς αρσενικό
Αναφορές 2
επεξεργασία- Ἦλις - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven