Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἑλικώνιος οἱ Ἑλικώνιοι
      γενική τοῦ Ἑλικωνίου τῶν Ἑλικωνίων
      δοτική τῷ Ἑλικωνί τοῖς Ἑλικωνίοις
    αιτιατική τὸν Ἑλικώνιον τοὺς Ἑλικωνίους
     κλητική ! Ἑλικώνιε Ἑλικώνιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἑλικωνίω
γεν-δοτ τοῖν  Ἑλικωνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἑλικώνιος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἑλικώνιος αρσενικό

  1. προσωνυμία του Απόλλωνα σε ναό στην Αχαΐα
  2. ανδρικό όνομα

  Αναφορές επεξεργασία