Ἐπώνυμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἐπώνυμος | οἱ | Ἐπώνυμοι |
γενική | τοῦ | Ἐπωνύμου | τῶν | Ἐπωνύμων |
δοτική | τῷ | Ἐπωνύμῳ | τοῖς | Ἐπωνύμοις |
αιτιατική | τὸν | Ἐπώνυμον | τοὺς | Ἐπωνύμους |
κλητική ὦ! | Ἐπώνυμε | Ἐπώνυμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἐπωνύμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἐπωνύμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἐπώνυμος < ἐπώνυμος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἘπώνυμος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- ※ 4ος αιώνας Ισαίος, 2. Περὶ τοῦ Μενεκλέους κλήρου, 3. κείμενο-αγγλική μετάφραση@scaife.perseus
- ἐπώνυμος γὰρ ὁ Ἀχαρνεύς, ὁ πατὴρ ὁ ἡμέτερος, ὦ ἄνδρες, φίλος ἦν καὶ ἐπιτήδειος Μενεκλεῖ
- ο Επώνυμος ο Αχαρνεύς, ο πατέρας μου, ω άνδρες, φίλος ήταν, στενός φίλος, με τον Μενεκλή.
- ἐπώνυμος γὰρ ὁ Ἀχαρνεύς, ὁ πατὴρ ὁ ἡμέτερος, ὦ ἄνδρες, φίλος ἦν καὶ ἐπιτήδειος Μενεκλεῖ
- ※ 4ος αιώνας Ισαίος, 2. Περὶ τοῦ Μενεκλέους κλήρου, 3. κείμενο-αγγλική μετάφραση@scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- Ἐπώνυμος, ἐπώνυμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.