Μενεκλῆς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Μενεκλῆς | οἱ | Μενεκλεῖς |
γενική | τοῦ | Μενεκλέους | τῶν | Μενεκλέων |
δοτική | τῷ | Μενεκλεῖ | τοῖς | — |
αιτιατική | τὸν | Μενεκλέα & σπανίως > Μενεκλῆ |
τοὺς | Μενεκλεῖς |
κλητική ὦ! | Μενέκλεις | Μενεκλεῖς | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | — | ||
γεν-δοτ | τοῖν | — | ||
Μόνο συνηρημένο. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'Περικλέης Περικλῆς', Κατηγορία 'Περικλῆς' όπως «Περικλῆς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μενεκλῆς < → λείπει η ετυμολογία + -κλῆς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜενεκλῆς, -έους αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- ※ 4ος αιώνας Ισαίος, 2. Περὶ τοῦ Μενεκλέους κλήρου, 3. κείμενο-αγγλική μετάφραση@scaife.perseus
- ἐπώνυμος γὰρ ὁ Ἀχαρνεύς, ὁ πατὴρ ὁ ἡμέτερος, ὦ ἄνδρες, φίλος ἦν καὶ ἐπιτήδειος Μενεκλεῖ
- ο Επώνυμος ο Αχαρνεύς, ο πατέρας μου, ω άνδρες, φίλος ήταν, στενός φίλος, με τον Μενεκλή.
- ἐπώνυμος γὰρ ὁ Ἀχαρνεύς, ὁ πατὴρ ὁ ἡμέτερος, ὦ ἄνδρες, φίλος ἦν καὶ ἐπιτήδειος Μενεκλεῖ
- ※ 4ος αιώνας Ισαίος, 2. Περὶ τοῦ Μενεκλέους κλήρου, 3. κείμενο-αγγλική μετάφραση@scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις μένω και κλέος
Πηγές
επεξεργασία- Μενεκλῆς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.