Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Μενεκλῆς οἱ Μενεκλεῖς
      γενική τοῦ Μενεκλέους τῶν Μενεκλέων
      δοτική τῷ Μενεκλεῖ τοῖς
    αιτιατική τὸν Μενεκλέα
  & σπανίως > Μενεκλ
τοὺς Μενεκλεῖς
     κλητική ! Μενέκλεις Μενεκλεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ 
γεν-δοτ τοῖν 
Μόνο συνηρημένο.
3η κλίση, ομάδα 'Περικλέης Περικλῆς', Κατηγορία 'Περικλῆς' όπως «Περικλῆς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μενεκλῆς < λείπει η ετυμολογία + -κλῆς

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μενεκλῆς, -έους αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μένω και κλέος

  Πηγές επεξεργασία