Ἐλεών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἐλεών | οἱ | Ἐλεόνες |
γενική | τοῦ | Ἐλεόνος | τῶν | Ἐλεόνων |
δοτική | τῷ | Ἐλεόνῐ | τοῖς | Ἐλεόσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Ἐλεόνᾰ | τοὺς | Ἐλεόνᾰς |
κλητική ὦ! | Ἐλεών | Ἐλεόνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἐλεόνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἐλεόνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἐλεών < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἘλεών αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἐλεών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.