Ἐλευθερεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἐλευθερεύς | οἱ | Ἐλευθερεῖς |
γενική | τοῦ | Ἐλευθερέως | τῶν | Ἐλευθερέων |
δοτική | τῷ | Ἐλευθερεῖ | τοῖς | Ἐλευθερεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Ἐλευθερέᾱ | τοὺς | Ἐλευθερέᾱς |
κλητική ὦ! | Ἐλευθερεῦ | Ἐλευθερεῖς | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἐλευθερεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἐλευθερέοιν | ||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἐλευθερεύς < Ἐλευθερ(αί) + -εύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἘλευθερεύς αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της πόλης των Ελευθερών
Πηγές
επεξεργασία- Ἐλευθερεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Ἐλευθερεύς - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.