Δείτε επίσης: ελεύθερες

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Ελευθερές
      γενική των Ελευθερών
    αιτιατική τις Ελευθερές
     κλητική Ελευθερές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.le.fθeˈɾes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ε‐λευ‐θε‐ρές

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Ελευθερές < αρχαία ελληνική Ἐλευθεραί

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ελευθερές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Ελευθερές < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ελευθερές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία