ἑταιριστής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἑταιριστής | οἱ | ἑταιρισταί | ||||
γενική | τοῦ | ἑταιριστοῦ | τῶν | ἑταιριστῶν | ||||
δοτική | τῷ | ἑταιριστῇ | τοῖς | ἑταιρισταῖς | ||||
αιτιατική | τὸν | ἑταιριστήν | τοὺς | ἑταιριστᾱ́ς | ||||
κλητική ὦ! | ἑταιριστᾰ́ | ἑταιρισταί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑταιριστᾱ́ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑταιρισταῖν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἑταιριστής αρσενικό (θηλυκό ἑταιρίστρια)
Πηγές
επεξεργασία- ἑταιριστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.