Δείτε επίσης: εταιριστής
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑταιριστής οἱ ἑταιρισταί
      γενική τοῦ ἑταιριστοῦ τῶν ἑταιριστῶν
      δοτική τῷ ἑταιριστ τοῖς ἑταιρισταῖς
    αιτιατική τὸν ἑταιριστήν τοὺς ἑταιριστᾱ́ς
     κλητική ! ἑταιριστᾰ́ ἑταιρισταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑταιριστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἑταιρισταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἑταιριστής < ἑταιρίζω + -τής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἑταιριστής αρσενικό (θηλυκό ἑταιρίστρια)