εταιριστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εταιριστής < ελληνιστική κοινή ἑταιριστής• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.te.ɾiˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ται‐ρι‐στής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεταιριστής αρσενικό
- το μέλος μιας εταιρίας
- (ιστορία, ειδικότερα) το μέλος της Φιλικής Εταιρείας
- ※ Στον «Γενικόν Οργανισμόν της Πελοποννήσου», που πρότεινε στα Βέρβενα ο εταιριστής Δημήτριος Υψηλάντης, γίνεται συχνή χρήση του όρου «λαός»· οι αγωνιζόμενοι αποκαλούνται συλλογικά «πατριώται», παραπέμποντας προφανώς στον επαναστατικό αυτοπροσδιορισμό που χρησιμοποίησαν οι Γάλλοι το 1789, και στη συνέχεια ο Ρήγας.
- Λουκία Δρούλια, Η θεά Αθηνά, θεότητα και έμβλημα του νέου Ελληνισμού, Εταιρεία σπουδών νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας, Αθήνα, 2002, σελ. 224
- ※ Στον «Γενικόν Οργανισμόν της Πελοποννήσου», που πρότεινε στα Βέρβενα ο εταιριστής Δημήτριος Υψηλάντης, γίνεται συχνή χρήση του όρου «λαός»· οι αγωνιζόμενοι αποκαλούνται συλλογικά «πατριώται», παραπέμποντας προφανώς στον επαναστατικό αυτοπροσδιορισμό που χρησιμοποίησαν οι Γάλλοι το 1789, και στη συνέχεια ο Ρήγας.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εταιρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία εταιριστής
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- εταιριστής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)