Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἑσπέρισμα ουδέτερο

  • δείπνο
    ※  11ος αιώνας Μιχαὴλ Ψελλός, Encomium in matrem, @catholiclibrary.org
    Πολλοὶ δέ με καὶ περὶ τῶν ἐν αὐτοῖς ὀνομάτων κατελιπάρησαν, ὥστ' εἰδέναι τί τὸ ἀκράτισμα, τί τὸ ἄριστον τί δὲ τὸ ἑσπέρισμα καὶ τίς ἡ δορπὶς καὶ ἡ ἐν τοῖς δείπνοις ἰσαία καὶ τίνες μὲν ἐν ἔπεσι συνεγράψαντο, τίνες δὲ τῇ καταλογάδην λέξει ἐχρήσαντο καὶ τίς ἡ παρ' Ὁμήρῳ ὄρχησις καὶ ὅλως τίς ὁ παρὰ τῷ ποιητῇ ἡρωϊκὸς βίος, τί τε «ὀψοφαγία καὶ» τί «πολυτέλεια» καὶ τίς ἡ τῶν ἀκροδρύων χρῆσις καὶ ἡ ἀρχαιοτέρα τῶν Τρωϊκῶν, τί τε τὸ νέκταρ καὶ ἡ ἀμβροσία καὶ τὸ πρόπομα καὶ τὸ ὑπὸ γῆν γεράνιον καὶ ἡ ἐγγεοτόκος γένεσις.

  Πηγές επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἑσπέρισμᾰ τὰ ἑσπερίσμᾰτ
      γενική τοῦ ἑσπερίσμᾰτος τῶν ἑσπερισμᾰ́των
      δοτική τῷ ἑσπερίσμᾰτ τοῖς ἑσπερίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἑσπέρισμᾰ τὰ ἑσπερίσμᾰτ
     κλητική ! ἑσπέρισμᾰ ἑσπερίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑσπερίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἑσπερισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἑσπέρισμα (ελληνιστική κοινή) < *ἑσπερίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἑσπέρισμα, -τος ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • δείπνο
    ※  2/3ος↓ αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 1, 19 , 11d, @scaife.perseus, @el.wikisource
    Φιλήμων δέ φησιν ὅτι τροφαῖς δ’ ἐχρῶντο οἱ παλαιοί, ἀκρατίσματι, ἀρίστῳ, ἑσπερίσματι, δείπνῳ. τὸν μὲν οὖν ἀκρατισμὸν διανηστισμὸν ἔλεγον, τὸ δ’ ἄριστον δεῖπνον τὸ δ’ ἑσπέρισμα δορπηστόν, τὸ δὲ δεῖπνον ἐπιδορπίδα.

  Πηγές επεξεργασία