ἑλληνισμός
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἑλληνισμός < ελληνιστική κοινή Ἑλληνισμός < αρχαία ελληνική Ἕλλην
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἑλληνισμός αρσενικό
- συνήθεια των ειδωλολατρών
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ελληνιστικό → Ἑλληνισμός
- νεοελληνικό → ελληνισμός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἑλληνισμός αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) → δείτε τη λέξη Ἑλληνισμός