ἐπάκτιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐπάκτιος | ἡ | ἐπακτίᾱ | τὸ | ἐπάκτιον |
γενική | τοῦ/τῆς | ἐπακτίου | τῆς | ἐπακτίᾱς | τοῦ | ἐπακτίου |
δοτική | τῷ/τῇ | ἐπακτίῳ | τῇ | ἐπακτίᾳ | τῷ | ἐπακτίῳ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐπάκτιον | τὴν | ἐπακτίᾱν | τὸ | ἐπάκτιον |
κλητική ὦ! | ἐπάκτιε | ἐπακτίᾱ | ἐπάκτιον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐπάκτιοι | αἱ | ἐπάκτιαι | τὰ | ἐπάκτιᾰ |
γενική | τῶν | ἐπακτίων | τῶν | ἐπακτίων | τῶν | ἐπακτίων |
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐπακτίοις | ταῖς | ἐπακτίαις | τοῖς | ἐπακτίοις |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐπακτίους | τὰς | ἐπακτίᾱς | τὰ | ἐπάκτιᾰ |
κλητική ὦ! | ἐπάκτιοι | ἐπάκτιαι | ἐπάκτιᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπακτίω | τὼ | ἐπακτίᾱ | τὼ | ἐπακτίω |
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπακτίοιν | τοῖν | ἐπακτίαιν | τοῖν | ἐπακτίοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «βέβαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐπάκτιος, -ιος, -ιον & -ία, -ιον
- επάκτιος
- → δείτε τη λέξη Ἐπάκτιος: προσωνύμιο του θεού Ερμή στη Σικυώνα
Πηγές
επεξεργασία- ἐπάκτιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπάκτιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.