Δείτε επίσης: επάκτιος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπάκτιος ἐπακτί τὸ ἐπάκτιον
      γενική τοῦ/τῆς ἐπακτίου τῆς ἐπακτίᾱς τοῦ ἐπακτίου
      δοτική τῷ/τῇ ἐπακτί τῇ ἐπακτί τῷ ἐπακτί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπάκτιον τὴν ἐπακτίᾱν τὸ ἐπάκτιον
     κλητική ! ἐπάκτιε ἐπακτί ἐπάκτιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπάκτιοι αἱ ἐπάκτιαι τὰ ἐπάκτι
      γενική τῶν ἐπακτίων τῶν ἐπακτίων τῶν ἐπακτίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπακτίοις ταῖς ἐπακτίαις τοῖς ἐπακτίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπακτίους τὰς ἐπακτίᾱς τὰ ἐπάκτι
     κλητική ! ἐπάκτιοι ἐπάκτιαι ἐπάκτι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπακτίω τὼ ἐπακτί τὼ ἐπακτίω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπακτίοιν τοῖν ἐπακτίαιν τοῖν ἐπακτίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «βέβαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπάκτιος < ἐπ- + ἄκτιος (< ἀκτ(ή) + -ιος)

  Επίθετο επεξεργασία

ἐπάκτιος, -ιος, -ιον & -ία, -ιον

  1. επάκτιος
  2. → δείτε τη λέξη Ἐπάκτιος: προσωνύμιο του θεού Ερμή στη Σικυώνα

  Πηγές επεξεργασία