ἐλάφιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἐλάφιον | τὰ | ἐλάφιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ἐλαφίου | τῶν | ἐλαφίων | ||||
δοτική | τῷ | ἐλαφίῳ | τοῖς | ἐλαφίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ἐλάφιον | τὰ | ἐλάφιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ἐλάφιον | ἐλάφιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐλαφίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐλαφίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐλάφιον (ελληνιστική κοινή) < ἔλαφ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐλάφιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (θηλαστικό ζώο) υποκοριστικό του ἔλαφος
- ※ 2ος πκε αιώνας Επιγραφή από τη Δήλο ID 1417, face B., col. II., στιχ. 65 (65-66), @epigraphy.packhum.org
- ἐλάφιον καὶ κυνάριον ἐπὶ βάσεως λιθίνης, ἀνάθε-
μα Ἀγάθ[ωνος·
- ἐλάφιον καὶ κυνάριον ἐπὶ βάσεως λιθίνης, ἀνάθε-
- ※ 2ος πκε αιώνας Επιγραφή από τη Δήλο ID 1417, face B., col. II., στιχ. 65 (65-66), @epigraphy.packhum.org
Πηγές
επεξεργασία- ἐλάφιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.