Δείτε επίσης: Ἐλάφιον
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἐλάφιον τὰ ἐλάφι
      γενική τοῦ ἐλαφίου τῶν ἐλαφίων
      δοτική τῷ ἐλαφί τοῖς ἐλαφίοις
    αιτιατική τὸ ἐλάφιον τὰ ἐλάφι
     κλητική ! ἐλάφιον ἐλάφι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐλαφίω
γεν-δοτ τοῖν  ἐλαφίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐλάφιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)