↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἁζηνιεύς οἱ Ἁζηνιεῖς - Ἁζηνιῆς*
      γενική τοῦ Ἁζηνιέως
Ἁζηνιῶς
τῶν Ἁζηνιέων
Ἁζηνιῶν
      δοτική τῷ Ἁζηνιεῖ τοῖς Ἁζηνιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἁζηνιέ
Ἁζηνι
τοὺς Ἁζηνιέᾱς
Ἁζηνιᾶς
     κλητική ! Ἁζηνιεῦ Ἁζηνιεῖς - Ἁζηνιῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἁζηνι1 ή Ἁζηνιεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Ἁζηνιέοιν
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους.
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἁζηνιεύς < Ἀζηνι(ά) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ἁζηνιεύς αρσενικό