Ἁζηνιεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἁζηνιεύς | οἱ | Ἁζηνιεῖς - Ἁζηνιῆς* |
γενική | τοῦ | Ἁζηνιέως & Ἁζηνιῶς |
τῶν | Ἁζηνιέων & Ἁζηνιῶν |
δοτική | τῷ | Ἁζηνιεῖ | τοῖς | Ἁζηνιεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Ἁζηνιέᾱ & Ἁζηνιᾶ |
τοὺς | Ἁζηνιέᾱς & Ἁζηνιᾶς |
κλητική ὦ! | Ἁζηνιεῦ | Ἁζηνιεῖς - Ἁζηνιῆς* | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἁζηνιῆ1 ή Ἁζηνιεῖ2 | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἁζηνιέοιν | ||
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους. * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἉζηνιεύς αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από το δήμο της Αζηνίας
Πηγές
επεξεργασία- Ἁζηνιεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.