↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀφιδναῖος οἱ Ἀφιδναῖοι
      γενική τοῦ Ἀφιδναίου τῶν Ἀφιδναίων
      δοτική τῷ Ἀφιδναί τοῖς Ἀφιδναίοις
    αιτιατική τὸν Ἀφιδναῖον τοὺς Ἀφιδναίους
     κλητική ! Ἀφιδναῖε Ἀφιδναῖοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀφιδναίω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀφιδναίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀφιδναῖος < Ἄφιδν(α) + -αῖος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ἀφιδναῖος, -ου αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀφιδναῖος, -ου αρσενικό