Ἀρμενιακός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
Ἀρμενιακός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- ο σχετικός με την Αρμενία (Ἀρμενία)
- → και δείτε τη λέξη αρμενιακός (νέα ελληνική)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Ἀρμενιακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.