Δείτε επίσης: ἀνάγυρος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀνάγυρος οἱ Ἀνάγυροι
      γενική τοῦ Ἀναγύρου τῶν Ἀναγύρων
      δοτική τῷ Ἀναγύρ τοῖς Ἀναγύροις
    αιτιατική τὸν Ἀνάγυρον τοὺς Ἀναγύρους
     κλητική ! Ἀνάγυρε Ἀνάγυροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀναγύρω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀναγύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀνάγυρος < ἀνάγυρος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀνάγυρος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ανδρικό όνομα μυθικού ήρωα της Αττικής
  2. ανδρικό όνομα χαρακτήρα σε κωμωδία του Αριστοφάνη
  3. (δήμος) άλλη μορφή του Ἀναγυροῦς

  Πηγές επεξεργασία