Ἀμφιτροπαιεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀμφιτροπαιεύς | οἱ | Ἀμφιτροπαιεῖς - Ἀμφιτροπαιῆς* |
γενική | τοῦ | Ἀμφιτροπαιέως & Ἀμφιτροπαιῶς |
τῶν | Ἀμφιτροπαιέων & Ἀμφιτροπαιῶν |
δοτική | τῷ | Ἀμφιτροπαιεῖ | τοῖς | Ἀμφιτροπαιεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Ἀμφιτροπαιέᾱ & Ἀμφιτροπαιᾶ |
τοὺς | Ἀμφιτροπαιέᾱς & Ἀμφιτροπαιᾶς |
κλητική ὦ! | Ἀμφιτροπαιεῦ | Ἀμφιτροπαιεῖς - Ἀμφιτροπαιῆς* | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀμφιτροπαιῆ1 ή Ἀμφιτροπαιεῖ2 | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀμφιτροπαιέοιν | ||
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους. * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἈμφιτροπαιεύς αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από το δήμο της Αμφιτροπής
Πηγές
επεξεργασία- Ἀμφιτροπαιεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Ἀμφιτροπαιεύς - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.