Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀμφιπολίτης οἱ Ἀμφιπολῖται
      γενική τοῦ Ἀμφιπολίτου τῶν Ἀμφιπολιτῶν
      δοτική τῷ Ἀμφιπολίτ τοῖς Ἀμφιπολίταις
    αιτιατική τὸν Ἀμφιπολίτην τοὺς Ἀμφιπολίτᾱς
     κλητική ! Ἀμφιπολῖτ Ἀμφιπολῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀμφιπολίτ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀμφιπολίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀμφιπολίτης < Ἀμφίπολ(ις) + -ίτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀμφιπολίτης αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της Αμφίπολης
  2. ανδρικό όνομα

  Αναφορές επεξεργασία