Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀμφίδωρ αἱ Ἀμφίδωραι
      γενική τῆς Ἀμφιδώρᾱς τῶν Ἀμφιδωρῶν
      δοτική τῇ Ἀμφιδώρ ταῖς Ἀμφιδώραις
    αιτιατική τὴν Ἀμφίδωρᾰν τὰς Ἀμφιδώρᾱς
     κλητική ! Ἀμφίδωρ Ἀμφίδωραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀμφιδώρ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀμφιδώραιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀμφίδωρα, 𐀀𐀠𐀈𐀨 (a-pi-do-ra) < Ἀμφίδωρ(ος) + . Αναλύεται ἀμφι- + δῶρ(ον) +

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀμφίδωρα θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία