↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀγαθῖνος οἱ Ἀγαθῖνοι
      γενική τοῦ Ἀγαθίνου τῶν Ἀγαθίνων
      δοτική τῷ Ἀγαθίν τοῖς Ἀγαθίνοις
    αιτιατική τὸν Ἀγαθῖνον τοὺς Ἀγαθίνους
     κλητική ! Ἀγαθῖνε Ἀγαθῖνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀγαθίνω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀγαθίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀγαθῖνος < ἀγαθός + -ῖνος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀγαθῖνος, -ου αρσενικό

  • ανδρικό όνομα
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 4, 8.10
    οἱ μέντοι Κορίνθιοι ἀφ᾽ ὧν ὁ Φαρνάβαζος κατέλιπε χρημάτων ναῦς πληρώσαντες καὶ Ἀγαθῖνον ναύαρχον ἐπιστήσαντες ἐθαλαττοκράτουν ἐν τῷ περὶ Ἀχαΐαν καὶ Λέχαιον κόλπῳ.
    Στο μεταξύ, με τα χρήματα που είχε αφήσει ο Φαρνάβαζος οι Κορίνθιοι επάνδρωσαν πλοία, διόρισαν ναύαρχο τον Αγαθίνο κι απέκτησαν τη ναυτική κυριαρχία στον Κορινθιακό κόλπο.
    Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr