Δείτε επίσης: άλμα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἅλμᾰ τὰ ἅλμᾰτ
      γενική τοῦ ἅλμᾰτος τῶν ἁλμᾰ́των
      δοτική τῷ ἅλμᾰτ τοῖς ἅλμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἅλμᾰ τὰ ἅλμᾰτ
     κλητική ! ἅλμᾰ ἅλμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἅλμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἁλμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἅλμα < ἅλλομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἅλμα ουδέτερο

  1. άλμα, πήδημα
    • άλμα σε αθλητικό αγώνα
  2. παλμός (του εμβρύου ή της καρδιάς)

  Πηγές επεξεργασία