Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἁβρόπους
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
→
γένη
αρσενικό
&
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
/
ἡ
ἁβρόπ
ους
τὸ
ἁβρόπ
ουν
γενική
τοῦ
/
τῆς
ἁβρόποδ
ος
τοῦ
ἁβρόποδ
ος
δοτική
τῷ
/
τῇ
ἁβρόπόδ
ῐ
τῷ
ἁβρόποδ
ῐ
αιτιατική
τὸν
/
τὴν
ἁβρόποδ
ᾰ
τὸ
ἁβρόπ
ουν
κλητική
ὦ
!
ἁβρόπ
ους
ἁβρόπ
ουν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
/
αἱ
ἁβρόποδ
ες
τὰ
ἁβρόποδ
ᾰ
γενική
τῶν
ἁβροπόδ
ων
τῶν
ἁβροπόδ
ων
δοτική
τοῖς
/
ταῖς
ἁβρόπο
σῐ
(
ν
)
τοῖς
ἁβρόπο
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
/
τὰς
ἁβρόποδ
ᾰς
τὰ
ἁβρόποδ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ἁβρόποδ
ες
ἁβρόποδ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἁβρόποδ
ε
τὼ
ἁβρόποδ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
ἁβροπόδ
οιν
τοῖν
ἁβροπόδ
οιν
3η κλίση
,
Κατηγορία 'ταχύπους'
όπως «
ταχύπους
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἁβρόπους
<
ἁβρός
+
-πους
Επίθετο
επεξεργασία
ἁβρόπους, -ους, -ουν
αυτός που έχει αβρά (τρυφερά) πόδια
αυτός που περπατά καμαρωτά, με χάρη