Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἁβρόπους τὸ ἁβρόπουν
      γενική τοῦ/τῆς ἁβρόποδος τοῦ ἁβρόποδος
      δοτική τῷ/τῇ ἁβρόπόδ τῷ ἁβρόποδ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἁβρόποδ τὸ ἁβρόπουν
     κλητική ! ἁβρόπους ἁβρόπουν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἁβρόποδες τὰ ἁβρόποδ
      γενική τῶν ἁβροπόδων τῶν ἁβροπόδων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἁβρόποσῐ(ν) τοῖς ἁβρόποσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἁβρόποδᾰς τὰ ἁβρόποδ
     κλητική ! ἁβρόποδες ἁβρόποδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἁβρόποδε τὼ ἁβρόποδε
      γεν-δοτ τοῖν ἁβροπόδοιν τοῖν ἁβροπόδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ταχύπους' όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἁβρόπους < ἁβρός + -πους

  Επίθετο επεξεργασία

ἁβρόπους, -ους, -ουν

  1. αυτός που έχει αβρά (τρυφερά) πόδια
  2. αυτός που περπατά καμαρωτά, με χάρη